[916] σπαραγμός, ὁ, das Zerren, Zucken, der Krampf; Aesch. frg. 155; ὡς διώδυνος σπαραγμὸς αὐτοῠ πνευμόνων ἀνϑήψατο, Soph. Trach. 775, vgl. 1244; δίαιμον ὄνυχα τιϑεμένα σπαραγμοῖς, Eur. Hec. 657; ἀπὸ χαίτας σπαραγμοῖς, Phoen. 1525, u. öfter; auch Plut. Alex. 6.