[921] σπιλάς, άδος, ἡ, ein Felsen, oder, am Meere, eine Klippe; νῆάς γε ποτὶ σπιλάδεσσιν ἔαξαν κύματα, Od. 3, 298; ἀκταὶ προβλῆτες ἔσαν, σπιλάδες τε πάγοι τε, 5, 405; τυφλαί, Gaetul. 7 (VII, 275); πρὸς ταῖς σπιλάσι καταγνύμενα σκάφη, Pol. 1, 37, 2; übh. vorragender Berg, Felsenhöhle. – Adj., γῆ σπιλάς, Thonerde; bei Soph. Tr. 678 ohne γῆ, thönernes Estrich, Theophr.