[924] σποράδην, adv., zerstreu't, einzeln; ἄλλοι δὲ ἄλλῃ τῆς πόλεως σπ. ἀπώλλυντο, Thuc. 2, 4; ἄνϑρωποι ᾤκουν σποράδην, Plat. Prot. 322 a, wie Isocr. 4, 39; Pol. 3, 22, 10; καὶ ἀτάκτως, 8, 32, 9, und öfter.