[925] σπουδή, ἡ, Eile, Hast, Geschwindigkeit; σπουδὴν ἔχειν, eilen, absolut, Ar. Lys. 288 Her. 9, 89; c. inf., 6, 120. 7, 205; ὅκως αὐτὸν ὁρέωσι σπουδῆς ἔχοντα, 9, 66; συνεφαπτόμενος σπουδᾷ, Pind. Ol. 11, 97, σπουδὴ δὲ καὶ τοῠδ' οὐκ ἀπαρτίζει ποδός, Aesch. Spt. 356. Dah. – 1) Eifer, Thätigkeit, Anstrengung; ἄτερ σπουδῆς, ohne Mühe, Od. 21, 409; ἀμφί τι σπουδὴν ϑέμεν, Pind. P. 4, 276, allen Eifer darauf verwenden; σῆς ὑπὸ σπουδῆς δορὶ ἁλοῠσα, Aesch. Spt. 567; ἥ τοι καίριος σπουδὴ ὕπνον κἀνάπαυλαν ἤγαγεν, Soph. Phil. 633; ὅτου χάριν σπουδὴν ἔϑου τήνδε, Ai. 13; ἀκοῠσαι σπουδὴν ἔχεις, Eur. Phoen. 908; Or. 1056; τῶν προκειμένων σπουδὴν ἔχοντες, I. T. 1434; διὰ σπουδῆς, eilig, Bacch. 212; σπουδὴν ποιεῖν τι, Ar. Ran. 523; σπ ουδὴν πολλὴν ἔχειν, ποιήσασϑαι, sich anstrengen, sich bemühen, Her. 9, 8; μεγάλης ἄξιον σπουδῆς λόγον, Plat. Phaedr. 277 e; Legg. VIII, 834 b u öfter; σπουδὴν μεγάλην ἐποιήσαντο, μὴ μηδίσαι Ἀϑηναίους, Her. 9, 8, vgl. 7, 149; σπουδήν τινος ποιήσασϑαι, für Einen mit Eifer Sorge tragen, 1, 4. – 2) Ernst, ernste Willensmeinung; εἰ δ' ἐτεὸν δὴ τοῠτον (μῠϑον) ἀπὸ σπουδῆς ἀγορεύεις, Il. 12, 233, vgl. 7, 359, in vollem Ernst; auch plur., σπουδαὶ λόγων, Eur. Hec. 132; μετά τε παιδιᾶς καὶ μετὰ σπουδῆς λεγομένους, Plat. Legg. X, 887 d, wie Conv. 197 e; οὐ σπουδῆς χάριν, ἀλλὰ παιδιᾶς ἕνεκα πάντα δρᾶται, Polit. 288 c; ἀνάπαυλα τῆς σπουδῆς γίγνεται ἐνίοτε ἡ παιδιά, Phil. 30 e; οἱ μὲν ἐπὶ σπουδήν, οἱ δ' ἐπὶ γέλωτα ὡρμηκότες, Legg. VII, 810 e; σπουδῆς πολλῆς καὶ βουλῆς ἀγαϑῆς φημι τὰ παρόντα προςδεῖσϑαι, Dem. 9, 46; ἅπασά μοι σπουδὴ περὶ τοῠτ' ἔστιν, 23, 1; σπουδὴν ποιεῖσϑαι περί τι, Pol. 1, 46, 2. – Schätzung, Beachtung einer Sache, Bemühung oder Bewerbung um Etwas, σπουδῆς ἄξιον εἶναι, der Beachtung, Bemühung werth sein; σπουδὴν ἔχειν τινός, für Etwas sorgen, Ael. V. H. 3, 8; ambitus, [925] Plut. Lucull. 27; διὰ τὴν ἐμην σπουδήν, aus Eifer, Rücksicht für mich, Antiph. 6, 41. – Bes. σπ ουδῇ adverbial; in Eile, in Hast, σπουδῇ δ' ἐς λιμένα προερέσσαμεν, Od. 13, 279, vgl. 15, 209, welche letztere Stelle nach Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 116 die einzige im Homer ist, an der σπ ουδῇ »schnell« heißt; σπουδῇ ἦγε, Her. 9, 1; σπουδῇ διώκων, Aesch. Spt. 353; vgl. ἔρχεται σπουδῇ ποδός, Eur. Hec. 216; τί με καλεῖς σπουδῇ, Phoen. 856; Plut. En. VII, 348 e: vgl. Jac. Ach. Tat. p. 586; ähnl. διὰ σπουδῆς, Eur. Bacch. 222, Xen. Hell. 6, 2, 16, u. κατὰ σπ ουδήν, Thuc 2. 90, Xen. An. 7, 6. 28; – auch = mir Eifer. mit Anstrengung, mit Mühe, kaum, σπουδῇ δ' ἕζετο λαός, Il. 2, 99; σπουδῇ ἐπαΐσσοντα, 13, 687, vgl. 5, 893. 11, 562. 23, 37 Od. 24, 119; σπουδῇ πολλῇ ἐργάζεται, Her. 1, 88, u. = mit Fleiß, mit Absicht, ernstlich, πάνυ σπουδῇ, Dem. Lpt. 105, vgl. Wolf p. 321; oft Thuc. u. Plat.; Phaedr. 260 b; σπουδῇ χαριεντίζεται, geflissentlich, Apol. 24 c; πάσῃ σπουδῇ μανϑάνειν, mit allem Eifer, Legg. XII, 952 a; so auch σὺν σπουδῇ, VII, 818 c; vgl. Xen. An. 1, 8, 4; σπουδῇ λέγειν, im Ggstz von παίζειν, Cyr. 8, 3, 47; Sp., wie Plut.