στείχω

[933] στείχω, aor. ἔστειξα (s. περιστείχω), u. ἔστιχον, eigtl. steigen, von unten nach oben gehen, von der Sonne, ὁπότ' ἂν στείχῃσι πρὸς οὐρανόν, Od. 11, 17; übh. wandeln, gehen, ἐς πόλεμον, Il. 2, 833. in den Krieg ziehen; οἱ δ' ἅμα Πατρόκλῳ ἔστιχον, 16, 258; στείχοντες ὁδὸν κάτα, Od. 17, 204, u. sonst; Hes.; οἴκοϑεν, Pind. N. 9, 20, ἐν εὐϑείαις ὁδοῖς, 1, 25, oft Tragg.: absol., στείχωμεν, Aesch. Prom. 81, ἔσω, Soph. O. R. 99, u. oft, wo der Zusammenhang bald »herankommen«, bald »weggehen« zu übersetzen nöthigt; – c. acc., ὁδούς, Aesch. Ag. 81; κλίμακος προςαμβάσεις στείχει, Spt. 449; τὰν νεάταν ὁδὸν στείχουσαν, den letzten, den Todesweg gehend, Soph. Ant. 802; u. c. accus. des Ortes, nach dem die Bewegung hingeht, στείχετ' εὐερκῆ πόλιν, Aesch. Suppl. 933; δόμους στείχειν ἐμούς, Soph. O. C. 649; πάτραν, Eur. Ion 1331, u. sonst; ποτὶ πύργους, Aesch. Spt. 279; πρὸς δόμους, Ag. 1642; –auch in Prosa, ἐν τῇ ὁδῷ μέσῃ στείχοντες ἐγίνοντο Her. 3, 76, ἐπὶ τοὺς ξένους 9, 11, ἐπὶ τὴν εὐνήν 1, 9. – Auch übertr., στείχει δ' ἴουλος ἄρτι διὰ παρηΐδων, Aesch. Spt. 516; ἤ σε λανϑάνει πρὸς τοὺς φίλους στείχοντα τῶν ἐχϑρῶν κακά; Soph. Ant. 10; ἀκτῖνα τὴν στείχουσαν ἡλίου, Eur. Rhes. 992; τὴν ἄτην ὁρῶν τοῖς ἀστοῖς στείχουσαν ἀντὶ τῆς σωτηρίας, Soph. Ant. 186, vgl. Dem. 19, 248.

Quelle:
Wilhelm Pape: Handwörterbuch der griechischen Sprache. Braunschweig 31914, Band 2, S. 933.
Lizenz:
Faksimiles:
Kategorien: