[931] στεγάζω, = στέγω, bedecken; ὕπνον ἐμὲ στεγάζειν ἡδύν, Soph. El. 771, Schol. ἔχειν; – pass., [931] Xen. Oec. 19, 13; πλοῖον ἐστεγασμένον, Antipho 5, 22.