[933] στειλειά, ἡ, ion. στειλειή, das Loch od. Oehr in der Axt, den Stiel hineinzustecken; πελέκεων οὐκ ἤμβροτε πάντων πρώτης στειλειῆς, Od. 21, 422; Nic. Th. 387.