στερέω

[937] στερέω (vgl. στερίσκω u. στέρομαι), fut. στερήσω, auch στερέσω, Schäf. Schol. Par. Ap. Rh. 1, 850 Jac. A. P. 680. 711; aor. ἐστέρησα, auch στερέσαι, Od. 13, 262; pass. στερέομαι, dazu auch fut. στερήσομαι, Thuc. 3, 2 Xen. An. 1, 4, 8. 4, 5, 28 (s. στέρομαι), perf. ἐστέρημαι, aor. ἐστερήϑην, auch ἐστέρην, s. στέρομαι;berauben, τινά τινος, z. B. οὕνεκά με στερέσαι τῆς ληΐδος ἤϑελε πάσης, Od. 13, 262; pass., στερηϑεὶς ὅπλων, Pind. N. 8, 27; γυνὴ γὰρ ἄνδρ' ἕκαστον αἰῶνος στερεῖ, Aesch. Prom. 864; γῆς πατρῴας ἐστερημένον, Eum. 725; φροντίδων στερηϑείς, Ag. 1312; ἦ γὰρ στερήσεις τῆςδε τὸν σαυτοῠ γόνον, Soph. Ant. 570; φωτὸς ἐστερημένη, Trach. 276, u. öfter; διπλῶν τέκνων μ' ἐστέρησε Φοῖβος, Eur. Andr. 1214; ἐσϑλῆς γυναικὸς στερηϑῆναι, Alc. 198, u. öfter; in Prosa: τῶν ὀμμάτων, τῆς ὄψιος στερηϑῆναι, Her. 6, 117. 9, 93; Thuc. 4, 20. 64. 73; ἐὰν ἄψυχόν τι ψυχῆς ἄνϑρωπον στερήσῃ, Plat. Legg. IX, 873 e; οἵου ἀνδρὸς ἑταίρου ἐστερημένος εἴην, Phaed. 117 d; φιλοσοφίας ἂν στερηϑεῖμεν, Soph. 260 a, u. öfter; τῆς κεφαλῆς στερηϑήσεσϑαι, Xen. Cyr. 4, 2, 32, wo Schneider aus mss. στερήσεσϑαι aufgenommen hat; Sp., wie Pol. 24, 8, 10. – Vgl. das in Prosa gew. ἀποστερέω.

Quelle:
Wilhelm Pape: Handwörterbuch der griechischen Sprache. Braunschweig 31914, Band 2, S. 937.
Lizenz:
Faksimiles:
Kategorien: