[937] στερεός, starr, hart, fest. λίϑος, Od. 19, 494; stramm, straff, βοέαι, Il. 17, 493, auch übertr., κραδίη στερεωτέρη ἐστὶ λίϑοιο, Od. 23, 103, στερεοῖς ἐπέεσσι, im Ggstz von μειλι χίοις, mit ha rten Worten, Il. 12. 267; u. adv., στερεῶς ἀρνεῖσϑαι, ἀποειπεῖν, 9, 510. 23, 42. 715, H. h. Ven 25 Cer. 330; hartnäckig, bestimmt. u. im eigtl. Sinne, στερεῶς καταδῆσαι, ἐντετάσϑαι, Od. 14, 346 Il. 10, 263; πῠρ, Pind. Ol. 11, 36, ὀδύναι, P. 4, 221, ἁμαρτήματα στερεά, ϑανατόεντα, grause, Soph. Ant. 1248, στερεαὶ ἀπειλαί, Aesch. Prom. 173, ἕρμα στερεὸν γῆς, Eur. Hel. 860; Plat. Phaedr. 246, u. öfter, Ggstz μαλϑακός, 239 c; ἦϑος, Polit. 309 b; στερεῇ φρενὶ τλῆναι ὀϊζύν, Qu. Sm. 9, 508, καὶ ἄνουσος, 9, 461. Bes. von geometrischen Körpern, u. ἀριϑμός, Kubikzahl, Plat. Theaet. 148 b; vgl. ἐπίπεδά τε καὶ στερεά, Phil. 51 c; Arist. Pol. 5, 12 u. Sp.