στοιχαδίτης

[945] στοιχαδίτης, , fem. στοιχαδῖτις, ιδος, = στοιχαδικός, Diosc.

Quelle:
Wilhelm Pape: Handwörterbuch der griechischen Sprache. Braunschweig 31914, Band 2, S. 945.
Lizenz:
Faksimiles:
Kategorien: