στοιχειωτικός

[946] στοιχειωτικός, zum στοιχειωτής od. zur στοιχείωσις gehörig, elementarisch, Sp.

Quelle:
Wilhelm Pape: Handwörterbuch der griechischen Sprache. Braunschweig 31914, Band 2, S. 946.
Lizenz:
Faksimiles:
Kategorien: