[948] στοναχή, ἡ, wie στόνος, das Gestöhne; τῶν δὲ στοναχὴ κατὰ δώματ' ὀρώρει, Il. 14, 512; neben οἰμωγή, 24, 696; auch im plur., ἔμελλεν αὐτοῖς ἐπιϑήσειν ἄλγεά τε στοναχάς τε, 2, 39; vgl. δάκρυσι καὶ στοναχῇσι καὶ ἄλγεσι ϑυμὸν ἐρέχϑων, Od. 5, 83, u. öfter, wie Pind. N. 10, 75; στοναχὰς ἔχομεν, wir haben zu klagen, Soph. Ai. 202; ἀχόρους στοναχὰς μέλποντο, Eur. Andr. 1038, u. öfter.