[950] στρατεία, ἡ, ion. στρατηΐη, Heereszug; Aesch. Ag. 589 Eum. 601, εἰς στρατείαν πάντας Ἀργείους ἄγων, Eur. Suppl 229, στρατεία διαλυϑεῖσα, I. A. 495; oft bei Her., στρατηΐην ποιεῖσϑαι = στρατεύεσϑαι. Auch στρατείαν ἄγειν, Isocr. 4, 88; ἐκδήμους στρατείας οὐκ ἐξῄεσαν, Thuc. 1, 15; τὴν ἐπὶ Θρᾴκης στρατείαν παρασκευάζειν, 4, 74; στρατείαν ὁρμᾶν, Xen. Cyr. 8, 6, 20; οἴκοι τε καὶ ἐπὶ στρατείας, domi militiaeque, Plat. Phaedr. 260 b, ἐπὶ στρατείας εἶναι, Rep. V, 468 b, ἐν στρατείᾳ εἶναι, Xen. Cyr. 5, 2, 19; στρατείαν ἐξελϑών, Aesch. 2, 168. – Auch τὰς κατὰ πόλεμ ον καὶ στρατείας ἀποδημίας, Plat. Legg. XII, 950, d; στρατείας ἁπάσας τὰς ἐν ἡλικίᾳ ἐστρατευμένος, Dem. 21, 95, die erforderliche Anzahl von Feldzügen mitgemacht habend.