[951] στρατ-ηλασία, ἡ, ion. στρατηλασίη, Heereszug, Feldzug; Her. oft, στρατηλασίην ἐπ' Αἴγυπ τον ἐποιέετο, 2, 1; Sp., wie Plut. Auch das Heer selbst, Her. 8, 140, 1.