στρούθιος

[956] στρούθιος, = στρούϑειος, στέφανος, Ath. XV, 679 h, ἐκ τοῠ στρουϑίου καλουμένου ἄνϑους.

Quelle:
Wilhelm Pape: Handwörterbuch der griechischen Sprache. Braunschweig 31914, Band 2, S. 956.
Lizenz:
Faksimiles:
Kategorien: