[957] [957] στρωτός, gebreitet, hingelegt, untergelegt; λέχος, Hes. Th. 798; στρωτὰ βάλλουσαν φάρη, Soph. Trach. 912; ἐπὶ στρωτοῠ λέχους, Eur. Or. 313, στρωτὰ λέκτρα, Hel. 1277.