[958] στυγέω, fut. στυγήσω, aor. ἔστυγον, Od. 10, 113, vgl. Il. 17, 694, ἔστυξα s. a. E. (Στύξ), – 1) hassen, verabscheuen u. deshalb fürchten, τινά, 8, 370; τόν τε στυγέουσι καὶ ἄλλοι, 7, 112; λαῖφος, ὅ κε στυγέῃσιν ἰδὼν ἄνϑρωπος ἔχοντα, Od. 13, 400; c. inf., sich scheuen Etwas zu thun, Il. 1, 186. 8, 515, wie Soph. τοὺς δὲ καὶ πράσσειν στυγῶ, Phil. 87; λόγῳ, Pind. frg. 217; τί τὸν ϑεοῖς ἔχϑιστον οὐ στυγεῖς ϑεόν; Aesch. Prom. 37. ὃν.δ' ἐχρῆν φιλεῐν, στυγεῖς, Ch. 894, auch, pass., Φοίβῳ στυγηϑὲν πᾶν τὸ Λαΐου γένος, Spt. 673; ϑεοὶ στυγοῠσι τοὺς κακούς, Soph. Ai. 833, u. öfter; οὗτος δὲ στυγήσεται, O. R. 672; oft Eur., z. B. μή με στυγήσῃς, Troad. 705; ἐμοί γ' ἂν εἴη στυγη ϑείς, Alc. 467; Ar. Ach 33 Th. 11, 44; sp. D., wie Ap. Rh. 2, 268; u. in Prosa, wie Her 7, 236; Alciphr. 3, 28. – 2) im aor. I. verhaßt, furchtbar machen, τῷ κέ τεῳ στύξαιμι μένος καὶ χεῖρας, ich würde wohl manchem meinen Muth und meine Hände furchtbar machen, Od. 11, 502. – Doch hat dieser, aor. die gew. Bdtg hassen, fürchten bei sp. D. wie Ap. Rh. 4, 512, Diosc. 13 (VII, 430).