[958] στυγνός, eigtl. zsgzgn aus στυγανός, wie στυγερός, verhaßt; δαίμων, Aesch. Pers. 464; ἄτη, Prom. 888; auch = traurig, στυγνῷ προςώπῳ, Ag. 625, Soph. Trach. 1038 Phil. 1122; στυγνὸν οἰμώξας, traurig, Ant. 1211, στυγνὸς μὲν εἴκων δῆλος εἶ, verdrießlich. ungern, O. R. 673, oft Eur., στυγνὸν ὀφρύων νέφος Hipp. 173, ἔπος στυγνότατον Suppl. 1161; ὁρᾶν στυγνὸς ἦν, Ggstz φαιδρός, Xen. An. 2, 6, 9. 11; καὶ ἄγριος, Bion. 1, 52; ἡμέρα στυγνοτέρα, Plut. Num. 10.