[959] στυφλός, zsgzgn statt στυφελός, auch στύφλος [959] accentuirt, u. 2 Endgn bei Eur., πέτρα, Aesch. Prom. 750; ἀκταί, Pers. 295; ὑπὸ στυφλοῖς πέτραις, E. Baech. 1155.