[961] συγ-γενικός, ή, όν, den Vecwandten. gehörig. ste betreffend, φιλοστοργία, Pol 32, 11. 1; auch adv., συγγενικῶς καὶ φιλανϑρώπ ως οἰκεῖτε τὴν πόλιν, Dem. 25, 89. Vgl. συγγένεια.