[964] συγ-κατά-θεσις, ἡ, Zustimmung, Beifall; καὶ ἔπαινος συνεξακολουϑεῖ τοῖς πράττουσιν, Pol. 2, 58, 11; ἐπαίνου καὶ συγκαταϑέσεως τυγχάνειν, 22, 9, 16, u. öfter; S. Emp. oft, wie Plut. de Stoic. repugn. a. E.
Meyers-1905: Nagy-Káta · Kata...
Pierer-1857: Kata [2] · Kata [1] · Kata Kana