[965] συγ-κατα-κτείνω (s. κτείνω), mit od. zugleich tödten; συγκατακτὰς βοτὰ καὶ βοτῆρας, Soph. Ai. 226, συγκατέκτανον, Eur. Or. 1089.
Meyers-1905: Nagy-Káta · Kata...
Pierer-1857: Kata [2] · Kata [1] · Kata Kana