[967] συγ-κεραυνόω, zusammendonnern, δρυΐνους συγ-κεραυνοῠσαι κλάδους, Eur. Bacch. 1101; betäuben, οἴνῳ φρένας συγκεραυνωϑείς, Archil. 38; καὶ τοὺς καδίσκους συγκεραυνώσω σποδῶν, Cratin. bei Ath. XI, 494 c, ich will sie zerschmettern, wie der Donner.