[967] συγ-κιρνάω u. συγκίρνημι, = συγκεράννυμι; συνεκίρνατο, Tim. Locr. 96 a; συγκιρνάντες, Ath. I, 38 f; συγκιρνᾶσϑαι, XI, 476 a.