[968] συγ-κλάω (s. κλάω), zusammenbrechen; πολλὰ κάμπτονται καὶ συγκλῶνται, Plat. Theaet. 173 a; τὰς ψυχὰς συγκεκλασμένοι, Rep. IV, 495 e; – intrans., gewaltsam zusammentreffen, Ath. XIII, 608 c.