[968] συγ-κλείω, ion. συγκληΐω u. συγκληΐζω, verschließen; στόμα, Eur. Hipp. 498; ὄμμα, Ion 241; συγκεκλεισμένη πέπλοις, Hec. 487; οἳ σὲ καὶ Ἑρμιόνην ἔριδι στυγερᾷ συνεκλήϊσαν, Andr. 122; Her. 7, 41; λίμνη συγκεκληϊσμένη πάντοϑεν, 7, 129; τὸ δεσμωτήριον συνεκέκλειστο, Andoc. 1, 48; βλέφαρα ἐν τῷ ὕπνῳ συγκλείεται, Xen. Mem. 1, 4, 6; in die Enge treiben, συγκλειούσης τῆς ὥρας ἤδη, da die Zeit schon drängte, zu Ende ging, Pol. 17, 7, 3; τοὺς ὀφϑαλμοὺς συγκλεῖσαι, Dem. 54, 8, so schlagen, daß die Augen vor der Geschwulst nicht aufgemacht werden können.