συγ-χέω

[971] συγ-χέω (s. χέω), zusammengießen, -schütten, vermengen, verwirren, in Unordnung bringen; ἂψ αὖτις σ υνέχευε ποσὶν καὶ χερσίν, was er gebau't hat, Il. 15, 364, worauf 366 folgt ὥς ῥα σύ, ἤϊε Φοῖβε, πολὺν κάματον σύγχεας Αργείων, nicht bloß den Wall zerstören, sondern allgemein die Mühe vereiteln, wie βίαν καὶ ἰούς, erfolglos machen, ib. 573; τοὺς τάφους, τὴν ὁδόν, Her. 4, 127. 7, Il. 5; μή μοι σύγχει ϑυμὸν ὀδυρόμενος καὶ ἀχεύων, Il. 9, 612. 13, 808, wie ἄνδρα Od. 8, 139, niederschlagen, muthlos machen; und so pass., σὺν δὲ γέροντι νόος χύτο, Il. 24, 358; vgl. Her. 7, 142 συνεχέοντο αἱ γνῶμαι τῶν φαμένων; auch τί συγχυϑεῖσα ἕστηκας; Eur. Med. 1005; in tmesi, ἐπεὶ σύν γ' ὅρκι' ἔχευαν, Il. 4, 269, brechen, vernichten; vgl. Her. 7, 136; ξυγχέω τὰς σπονδάς, Thuc. 5, 39; Soph. τὰ δ' ἄλλα συγχεῖ πάνϑ' ὁ παγκρατὲς χρόνος, O. C. 615; χάριν, Tr. 1219; νόμιμα πάσης συγχέοντας Ἑλλάδος, Eur. Suppl. 311; δόμους, Hipp. 813, u. oft; τὰς ψήφους, im Ggstz von συναριϑμέω, Is. 5, 18; συγκεχύσϑαι τὰ δί-καια, Din. 1, 112; καὶ ταράξαι τὴν πόλιν, Plut. Sol. 15; τὰ διακεκριμένα, Plat. Phil. 46 e, wie τοὺς στήμονας συγκεχυμένους διακρίνομεν, Crat. 388 b; οὐ συγκεχυμένα, ἀλλὰ διωρισμένα, Rep. VII, 524 c; συγχεῖ ὅλην τὴν πολιτείαν, Dem. 24, 91; Sp., wie Pol., συγχεῖν τὰς τάξεις καὶ κατασπᾶν 1, 40, 13; aber auch τὸν πόλεμον, bellum conflare, 4, 10, 3.

Quelle:
Wilhelm Pape: Handwörterbuch der griechischen Sprache. Braunschweig 31914, Band 2, S. 971.
Lizenz:
Faksimiles:
Kategorien: