[1004] συν-άρχω, mit herrschen, Amtsgenosse in einem obrigkeitlichen Amte sein; πάντες οἱ κατὰ τοὺς τόπους συνάρχοντες τῷ μεγίστῳ δαίμονι ϑεοί, Plat. Polit. 272 e; οἱ ξυνάρχοντες, die Amtsgenossen, Thuc. 6, 15. 7, 16; Plat. Rep. IV, 463 b; Lys. 12, 52; Pol. 3, 70, 2 u. öfter.