[1022] συν-έχω (s. ἔχω u. συνόχωκα), mit, zugleich, zusammen halten, verbinden, befestigen; ὅϑι ζωστῆρος ὀχῆες χρύσειοι σύνεχον, Il. 4, 133. 20, 415; u. intrans., ἵνα τε ξυνέχουσι τένοντες ἀγκῶνος, 20, 478, wo die Sehnen zusammenhalten; Hes. Sc. 315; festhalten, einschließen, κίων συνέχει οὐρανία, Pind. P. 1, 19; ὁπόταν συνέχῃ τούτῳ τῷ πλέγματι, Plat. Polit. 311 c; λυϑείσης τῆς τὰ πάντα πολι-τεύματα ξυνεχούσης εἰς ἓν δίκης, Legg. XII, 945 d, u. öfter, u. Folgde; τὸ ξυνέχον, was die Hauptsache ausmacht, in sich hält, Pol. öfter, u. a. Sp.; τὰ συνἑχοντα ϑεωρήματα τῆς ῥητορικῆς, S. Emp. adv. rhet. 113. – Συνέχειν τὸ στράτευμα καὶ συναϑροίζειν, Xen. An. 7, 2, 8, das Heer zusammenhalten, wie τὴν δύναμιν συνεῖχεν ἐν τῷ χάρακι, Pol. 10, 39, 1; auch zurückhalten, τὸ πλεῖστον μέρος τῆς δυνάμεως συνεῖχεν ἐπ' αὐτόν, 3, 101, 8; φόβοις τὰ πλήϑη, 6, 56, 11; erhalten, τοῦτο συνέχει τὰ Ῥωμαίων πράγματα, 6, 56, 7; συνέχειν τὸ διαδιδράσκον, Luc. Gymn. 29. – Pass., bes. von allen leiblichen u. geistigen Zuständen, von denen Einer ergriffen ist, mit denen er behaftet ist, in denen er sich befindet; τοιοῖςδε πάσας εὐφρόνας ὀνείρασιν ξυνειχόμην, Aesch. Prom. 659: ξυνέχεσϑαι κακῷ, Ar. Eccl. 1096; φροντὶς ᾗ συνεσχόμην, Eur. Heracl. 634; δουληΐῃ συνέχεσϑαι, in Knechtschaft gehalten werden, Her. 7, 12; u. eigtl., αἰχμῇσι καὶ ἐγ χειριδίοισι συνέχεσϑαι, mit Speeren u. Schwertern in die Enge getrieben werden, 1, 214; πατρὶ συνέχεσϑαι, vom Vater gedrängt, belästigt werden, 3, 131; ἀνιάτοις νοσήμασι συνεχόμενος, Plat. Gorg. 512 a; ὀνείδει, ἀγνοίᾳ ξυνεχόμενος, Legg. IX, 863 c; XII, 944 e; πάσῃ συνεχόμεϑα ἀπορίᾳ, Soph. 250 d, v. l. συνεσχόμεϑα, wie auch Theaet. 165 b ἐν φρέατι συσχόμενος der aor. med. passivisch gebraucht ist, v. l. συνεχόμενος; συνέχεσϑαι τοῖς κακοῖς, Isocr. 5, 8; τῇ δίψῃ ἀπαύστῳ ξυνεχόμενοι, Thuc. 2, 49, vgl. 3, 98; συνέχεσϑαι τοῖς πολέμοις, Pol. 1, 7, 9; τῷ λιμῷ συνέσχηντο, 3, 62, 4; u. a. Sp., öfter.