[997] συν-αθροίζω, versammeln; Ar. Lys. 585; οὐ συνήϑροισται στρατῷ, Eur. Rhes. 613; ξυναϑροῖσαι ἐπὶ τὲν πόλιν πάντας Ἕλληνάς τε καὶ βαρβά-ρους, Plat. Menex. 243 b; ἐὰν εἰς μίαν πόλιν συναϑροισϑῇ τὰ τῶν ἄλλων χρήματα, Rep. IV, 422 d; ξυναϑροισϑεῖσα εἰς ἓν δύναμις, Tim. 25 b;, Folgende. wie Pol. 3. 50, 3.