[998] συν-αλγέω, mit oder zugleich Schmerz haben, empfinden, mit leiden; ταῖς σαῖς δὲ τύχαις, ἴσϑι, συναλγῶ, Aesch. Prom. 288; Soph. Ai. 276; πεφόβημαι λιϑόλευστον Ἄρη ξυναλγεῖν μετὰ τοῠδε τυπείς, 248; Eur. Alc. 636 und öfter; Antipho 3 β 8; πᾶσα ἡ κοινωνία ἅμα ξυνήλγησε μέρους πονήσαντος ὅλη, Plat. Rep. V, 462 d. Auch = Mitleid haben, bezeigen, τινί, Plut. consol. ad Apoll. i. A.