[1005] συν-αφ-ίστημι (s. ἵστημι), mit od. zugleich abstellen, abtrünnig machen, δείσαντες, μὴ ἀπ οστῶσιν [1005] τούς τε ἄλλους ξυναποστήσωσι ξυμμάχους Thuc. 1, 56; – med. nebst intrans. tempp. sich mit entfernen, mit abfallen; Her. 5, 37. 104; ὁ δῆμος οὐ ξυναφίσταται τοῖς όλίγοις Thuc. 3, 47, u. öfter. συν-αφ-ομοιόω, mit od. zugleich ähnlich machen, συναφομοιοῠται χροιᾷ Plut. discr. ad. et am. 12.