[1006] συν-δέω (s. δἐω), zusammenbinden, -fesseln; ὁππότε μιν ξυνδῆσαι Ὀλύμπιοι ἤϑελον ἄλλοι, Il. 1, 399; von einer Wunde, verbinden, αὐτὴν δὲ ξυνέδησε σφενδόνῃ, Il. 13, 599; Od. 10, 168; τοὺς ζῶντας αὖ δεσμοῖσι συνδήσας βοῶν, Soph. Ai. 62; Phil. 1004; Ggstz λύειν, Eur. I. A. 110; ἣ φίλους ἀεὶ φίλοις συνδεῖ, Phoen. 541; u. in Prosa: ξυνδεῖν καὶ ξυνέχειν οὐδὲν οἴονται, Plat. Phaed. 99 c; καὶ ξυμπλέκειν, Polit. 309 b; συνδήσας τοὺς πόδας καὶ τὰς χεῖρας αὐτοῦ, Euthyphr. 4 c; Folgde, wie Plut., oft.
Meyers-1905: Dez · Sun, The · Sun [2] · Sun [1]