[1015] συν-εξ-ακολουθέω, mit, zugleich herausgehen und folgen, bes. übertr., συνεξακολουϑεῖ αὐτῷ ὄνειδος παρὰ τοῖς εὖ φρονοῠσι, Pol. 2, 7, 3, wie ἔλεος παρὰ τῶν Ἑλλήνων, 2, 58, 11; dah. τοῦτό μοι συνεξηκολούϑησε, dies wurde mir zu Theil, 3, 63, 11; entsprechen, τὰ τέλη συνεξακολουϑεῖ ταῖς Ῥωμαίων προϑέσεσιν, 18, 15, 12; S. Emp. adv. log. 2, 333.