[1017] [1017] συν-επι-λαμβάνομαι (s. λαμβάνω), mit od. zugleich anfassen, Hand anlegen, sich einer Sache mit annehmen, τινός; Her. 3, 48. 5, 45; Thuc. 3, 74; ξυνεπιλαβέσϑαι καὶ τῆς ὑπολοίπου Ἀϑηναίων καταλύσεως, 8, 76; Sp., ἔργου, D. Cass. 35, 9; auch Einem bei Etwas helfen, τινί τινος, z. B. ϑεὸς αὐτοῖς συνεπελάβετο τῆς σωτηρίας, Pol. 11, 24, 8, der es auch absolut braucht, ἐὰν μὲν ἡ τύχη συνεπιλαμβάνηται, 2, 49, 7; allein c. gen., συνεπιλήψονται τῶν πραγμάτων, 10, 19, 9, u. öfter; u. c. dat. der Person allein, 5, 90, 2; τὴν Ἀϑηνᾶν παρακαλέσας συνεπιλαβέσϑαι μοι τοῦ ἔργου, Luc. Prom. 13; – auch = mit zurückhalten, τῶν Ἑλλήνων, Plut. Themist. 12. – Selten ist das act., ἔῤῥωτο καὶ ἰδιώτης καὶ πόλις εἴ τι δύναιτο καὶ λόγῳ καὶ ἔργῳ ξυνεπιλαμβάνειν αὐτοῖς, Thuc. 2, 8.
Meyers-1905: Sun [2] · Sun, The · Sun [1] · Epi...
Pierer-1857: Sun [1] · Rising Sun · Sun [2] · Epi...