[1020] συν-ερείδω, zusammenstämmen, -drängen, -drücken; in tmesi, σύν τε στόμ' ἐρεῖσαι χερσί, Od. 11, 426; χρυσέαισιν συνερείδει περόναις κρυπτόν, Eur. Bacch. 97; χέρας δεσμοῖς διδύμοις συνερεισϑέντες, I. T. 457; – intrans., zusammentreffen, feindlich, τὰ ϑηρία συνήρεισε τοῖς ἐναντίοις, Pol. 5, 84, 2; auch συνήσπισαν οὕτως, ὥςτε συνερεῖσαι πρὸς ἀλλήλους, Pol. 12, 21, 3; Plut. Themist. 14; vgl. noch Theocr. 22, 68 u. Opp. Hal. 2, 110.