[1021] συν-εφ-έπομαι (s. ἕπομαι), = συνεπακολουϑέω, mit od. zugleich folgen, begleiten; Her. 5, 47. 9, 102; ξυνεφέσπετο δὲ ἐλευϑερία, Plat. Legg. III, 701 a; auch ξυνεπισπώμεϑα τῷ λόγῳ, Soph. 254 c; τούτῳ τῷ μύϑῳ ὁ ξυνεπισπόμενος εὖ εἴσεται, Ep. VII, 344 d; Xen. Cyr. 6, 4, 10 u. öfter, u. Folgde.