[1029] συν-οικία, ἡ, att. ξυνοικία, das Zusammenwohnen, die Wohnungsgemeinschaft; δέξομαι Παλλάδος ξυνοικίαν, Aesch. Eum. 876, vgl. Suppl. 264; Wohnhaus, Ort, wo Mehrere zusammenwohnen, Aesch. 1, 124, ὅπου πολλοὶ μισϑωσάμενοι μίαν οἴκησιν διελόμενοι ἔχουσιν; vgl. ἐμπιπρᾶσι τὰς οἰκίας τὰς ἐν κύκλῳ τῆς ἀγορᾶς καὶ τὰς ξυνοικίας, Thuc. 3, 74; Is. 2, 27; Dem. 36, 6. 34; auch Nebenhaus, Aesch. 1, 105; ἐμοὶ δὲ ὑπερῷον καὶ ξυνοικία δύο, Ar. Equ. 996, wo der Schol. erkl. αἱ μικραὶ οἰκίαι καὶ ἀποστάσεις ἢ οὓς νῦν φανόπτας φαμέν; übh. Wohnung, Th. 273. – Allgemeiner, ταύτῃ τῇ ξυνοικίᾳ ἐϑέμεϑα πόλιν ὄνομα, Plat. Rep. II, 369 c; Legg. III, 679 b u. öfter; Landhäuser, αἱ κατὰ τὴν χώραν συνοικίαι, Pol. 16, 11, 1; συνοικίας ὅλας ἐπρίαντο, Luc. Fugit. 20.