[1031] συν-οράω (s. ὁράω), übersehen, ansehen, ἀλλήλους, Xen. An. 5, 2, 13; einsehen, erkennen, Isocr. 2, 7. 3, 17; τὸ μέγεϑος συνίδοι, 4, 120; συνεωρακέναι καὶ λελογίσϑαι παρ' ἑαυτῷ, Dem. 45, 68; εἰς μίαν ἰδέαν συνορῶντα ἄγειν τὰ πολλὰ διεσπαρμένα, Plat. Phaedr. 265 d; Folgde; συνιδὼν τὸν κίνδυνον, Plut. Them. 7; συνώφϑη, Pol. 6, 49, 6.