[1033] συν-τείνω (s. τείνω), anspannen, anziehen, anstrengen; σύντεινε ποδὸς ὁρμάν, Eur. El. 112; στέργηϑρα φρενῶν ξυντεῖναι, Hipp. 257; τὰ νεῠρα, im Ggstz von χαλᾶν, Plat. Phaed. 98 d; ξύντεινε σαυτόν, Euthyphr. 12 a, u. öfter; auf Etwas hinrichten, beziehen, πάντα ἐς τοῦτο, Gorg. 507 d; ἐπὶ πόλεμον ἀεί τινα τὰς αὑτῶν ξυντείνοντες πόλεις, Polit. 308 a; ἐπὶ τὸ δηλῶσαι συντεῖναι τὸν λόγον, Legg. I, 641 e. – Gew. intrans. sich anstrengen, bes. – a) laufen, eilen, wobei man ὁδόν zu ergänzen pflegt, συντείνειν δρόμῳ εἰς ἄστυ, in die Stadt laufen, Plut. Nic. 30; – übh. seine Kräfte anspannen, κοινᾷ συντείνει γνώμᾳ, Eur. Hec. 190; ὅτι μάλιστα δύνασαι συντείνας, Plat. Soph. 239 b, u. öfter; im pass., συντεταμένον καὶ σπ ουδάζοντα, Euthyd. 288 d; u. so auch Sp., συντείνοντος τοῦ κακοῠ, als das Uebel zunahm, Plut. Dion. 45. – b) seine Spann- od. Schnellkraft [1033] worauf richten, wonach zielen, τοῖς τόξοις, Hippocr.; μὴ εἰς μίαν τινὰ ἰδέαν πάντα ταῦτα ξυντείνει, Plat. Theaet. 184 d; ὅσα εἰς ἱππικὴν συντείνει μαϑήματα, Legg. VII, 813 e; πρὸς τὸ κοινῇ ξυντείνων βέλτιστον, X, 903 c; ἐπί τι, Polit. 294 b 309 b; εἰς τοῦτο συντείναι, Xen. Ages. 7, 1; τὰ πρὸς τὸν σκοπὸν συντείνοντα, Arist. eth. 6, 12, 9; ὅσα συντείνει πρὸς τὸ διασώζειν, Pol. 16, 12, 9.