[1034] συν-τελικός, ή, όν, dem συντελής od. zum συντελής gehörig; τὸ συντελικόν, Alle, welche eine gemeinschaftliche Abgabe zu entrichten haben, = συντέλεια, Pol. 40, 3, 4. – Bei den Gramm. χρόνος σ., tempus perfectum, auch ῥῆμα συντ. u. στάσις συντ., status facti seu praeteriti et consummati, Quinct. 3, 6, 46.