[1039] συν-ωρίς, ίδος, ἡ, sehr oft in der att. Form ξυνωρίς, ein Zweigespann, von Pferden, Ar. Nubb. 1284 u. sonst; übh. das Paar, Soph. Ag. 629; τέκνων ἀποσπάσας μου τὴν μόνην ξυνωρίδα, O. C. 899, wie Eur. Phoen. 1092; λόχων, 451; ϑεσπεσίη, Agath. 40 (Plan. 41); ξυνωρίδι ἢ ζεύγει, Plat. Crit. 36 d; ἡμῶν ὁ ἄρχων συνωρίδος ἡνιοχεῖ, Phaedr. 246 b; ἐλεφάντων, Pol. 31, 3, 11 u. sonst; πωλική, Luc. Tim. 50. – Auch das Verbindende, die Fessel, πέδας τε χειροῖν καὶ ποδοῖν ξυνωρίδα, Aesch. Ch. 976.