[1023] συν-ήθης, ες, gen. εος, zsgzgn ους, gen. plur. συνηϑέων, zsgzgn συνήϑων, zusammenwohnend, zusammenlebend, daher an einander gewöhnt, συνήϑεες ἀλλήλοισιν, Hes. Th. 230; gewohnt, τί τοι σύνηϑες ὀρϑώσει μ' ἔϑος, Soph. Phil. 882; ὁ ξυνήϑης πότμος πατρός, Trach. 88; σύνηϑες αἰεὶ ταῠτα βαστάζειν ἐμοί, Eur. Alc. 41; πρὶν ἱκανῶς συνήϑης γενέσϑαι τῷ παρόντι σκότῳ, bevor man sich gewöhnt hat, Plat. Rep. VII, 518 d; ᾐα ἐπὶ τὰς συνήϑεις διατριβάς, Charm. 153 a, u. öfter, wie Folgde; πότους συνήϑεις παραιτεῖ. σϑαι, Plut. Them. 3; τὸ ξύνηϑες, = συνήϑεια, Thuc. 6, 55 u. öfter; c. inf., Pol. 1, 74, 9; der Vertraute, Bekannte, πρὸς τοὺς συνήϑεις τε καὶ γνωρίμους, Plat. Rep. II, 375 e; Lach. 188 a u. sonst; Xen. Cyr. 2, 3, 7; Pol. u. Sp., wie Luc. u. Plut.