[996] συν-ᾴδω, mit od. zugleich singen; Aesch. 2, 162; τοὺς χοροὺς συνᾴδειν τοῖς αὐληταῖς, Ath. XIV, 617 c; übh. übereinstimmen, ἔν τε γήρᾳ ξυνᾴδει τῷδε τἀνδρὶ ξύμμετρος, Soph. O. R. 1113, οὐ γὰρ συνᾴδουσιν οὐδὲ συναρμόττουσιν ἀλλήλοις, Plat. Prot. 333 a; ἡγησάμενος οὐ συνᾴδειν τὰ λεγόμενα, Gorg. 461 a; fut. ξυνᾴσεται, Phaed. 92 c; ταῦτα συνᾴδειν ἀλλήλοις οὐ δύναται, Pol. 1, 15, 9.