[972] συ-ζεύγνυμι (s. ζεύγνυμι), zusammen ins Joch spannen, Xen. Cyr. 2, 2, 20 u. Sp.; – verbinden, oft übertr. von der Ehe, τῷ μὲν φίλην σύζευξον ἄλοχον, Eur. Alc. 164; στεῤῥὸν δαίμον', ᾡ συνεζύγην, Andr. 98, u. öfter, ὁ νόμος συζευγνὺς ἄνδρα καὶ γυναῖκα, Xen. Oec. 7, 30, πεμπάδι συζυγείς, Plat. Rep. VIII, 546 c; νῆες συνεζευγμέναι πρὸς ἀλλήλας, Pol. 8, 6, 2; Luc. Herm. 41.