[1047] σφαιρηδόν, adv., mach Art einer Kugel, eines Balles; ἧκε δέ μιν (κεφαλήν) σφαιρηδὸν ἑλιξάμενος, Il. 13, 204; Ep. ad. 131 (VI, 45); Arat. 531.