[1050] σφηνόω, mit Keilen verbinden, verkeilen, zusammenkeilen; Pol. εἰς τούτων τὸ μέσον ἐσφήνωτο πτερύγια τρία ξύλινα, 22, 9, 4; auch κλίνη χρυσῷ ἐσφηνωμένη, Luc. Asin. 53; versperren, πρόϑυρον, Rutin. 27 (V, 41); martern, Plut. an vit. suff. 2.