[1054] σχελίς, ίδος, ἡ, att. statt σκελίς; Aesch. frg. 342; σχελίδας ἐδηδοκὼς ὠνήσομαι μέταλλα, Ar. Equ. 362, Schol. βοὸς πλευρὰ ἢ ἁπλῶς τὰ πλευρικά; vgl. Luc. Lexiph. 6.