[968] σύγ-κληρος, mitlooscnd; – zufällig zusammentreffend, angränzend, Eur. σύγκληρον ἐλϑόντες χώραν, Heracl. 32, τείχεα, Nic. Al. 1; – durchs Loos zugetheilt, ὅτι ϑνητῷ σύγκληρός ἐστι βίῳ, Plut. consol. ad Apoll. p. 321.