[969] σύγ-κολλος, (durch Leim) fest verbunden; übertr., zusammenpassend, καὶ ταῠτ' ἔλεξας πάντα συγκόλλως ἐμοί, Aesch. Suppl. 310; Ch. 535; συγκόλλως auch Aenigm. 8 (App. 117).